φιλάρπαξ

φιλάρπαξ
-αγος, ὁ, ἡ, Μ
βλ. φιλάρπαγας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλάρπαξ — fond of rapine masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγα — φιλάρπαξ fond of rapine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγας — φιλάρπαξ fond of rapine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγες — φιλάρπαξ fond of rapine masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρπαγος — φιλάρπαξ fond of rapine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρπαγας — ο, η / φιλάρπαξ, αγος, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”